Της Ανατολής το πρωινό

Της Ανατολής το πρωινό

Σάββατο πρωί… όπως κάθε Σάββατο ήμουν στο μαγαζί. Ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα, μια γνώριμη φωνή από το παρελθόν μου, με ξεσήκωσε. «που ΄σαι ρε μούτρο;». «Μυρτώ; Εσύ;». Και εκεί που νόμιζα ότι άλλο ένα Σαββατοκύριακο θα ήταν μια από τα ίδια, ξαφνικά είχα μια πρόσκληση για δείπνο! Είχα χρόνια να δω την Μυρτώ, από τότε που ζούσα στο Βέλγιο. Θυμάμαι τα υπέροχα φαγητά που μου μαγείρευε. Τώρα ήταν η σειρά μου να της το ανταποδώσω. Θα της έφτιαχνα το παστίτσιο του κηπουρού, μα από ότι φάνηκε στην πορεία τελικά η μαγείρισσα θα ήταν και πάλι εκείνη.

Το απόγευμα σταμάτησα στο πρώτο ανθοπωλείο που βρήκα, να αγοράσω ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, όλα κίτρινο χρώμα που τόσο πολύ της αρέσει. Έφτασα σπίτι της, με υποδέχτηκε με ένα ζεστό χαμόγελο και ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Το τζάκι ήταν αναμμένο. «Έλα, έχω φτιάξει κατάσταση». Πάνω στο χαλί υπήρχε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, το χρώμα το άλικο, του πάθους, και δύο κολονάτα ποτήρια. Καθίσαμε κατάχαμα κοιτάζοντας τις ζωηρές φλόγες και απολαμβάνοντας τραγούδια της Lara Fabian στο cd. Η Μυρτώ προσπάθησε να ανοίξει το μπουκάλι για να με σερβίρει, μα δεν τα κατάφερνε. «Άσε, θα το αναλάβει ο άνδρας του σπιτιού». Με μια αποφασιστική κίνηση τράβηξα το φελλό, αλλά.. τι ατυχία! Για ακόμη μια φορά αποδείχτηκε πόσο άτσαλος είμαι, χύνοντας κρασί στην λευκή φλοκάτη. Με ένα λοξό βλέμμα την κοίταξα τρομαγμένος. «Θα μου το πληρώσεις» την άκουσα να λέει «Και θα καθαρίσεις το χαλί και θα φτιάξεις εσύ το δείπνο!». «Εντάξει» της λέω, «δεν είμαι και τόσο γάιδαρος». Ευθύς, πήρα ένα σφουγγαράκι και καθάρισα την φλοκάτη. Εκείνη προσπαθούσε να πνίξει το γέλιο της. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια και μετά μείναμε αγκαλιά μπροστά στο τζάκι, λέγοντας ιστορίες από την ζωή μας, και θυμούμενοι παλιές ωραίες στιγμές. Το ξημέρωμα μας βρήκε εκεί, με την φωτιά να έχει σχεδόν σβήσει.

Ξύπνησε. Με κοίταξε «Πείνασα, δεν φάγαμε τίποτα το βράδυ, την γλύτωσες αλεπουδάκι. Πάω να μας ετοιμάσω πρωινό», είπε καθώς απομακρυνόνταν. Την ακολούθησα. Πήρε να ψιλοκόψει κρεμμύδι, πιπέρια, ντομάτα. Στην συνέχεια τα έριξε στο τηγάνι με ελάχιστο λάδι. Έβαλε αλάτι, πιπέρι και λίγο μπούκοβο, ίσα να δώσει γεύση. Σε φωτιά σιγανή, να δέσουν τα υλικά. Πήρε αυγά, τα έβαλε σε ένα μπολ και άρχισε να τα χτυπά. Κίνησα να φτιάξω καφέ, μα που τέτοια τύχη! «Ρίξε λίγο γάλα και έπειτα πρόσθεσε και λίγο κεφαλοτύρι», μου είπε. «Ό,τι πείτε κυρία μου». Πάει η ιεροτελεστία του αχνιστού καφέ σκέφτηκα. Έριξα λίγο γάλα στα αυγά που ζαλιζόντουσαν από το ανακάτεμα, -μαζί και εγώ- έπειτα το τυρί, και σκεφτόμουν τι αμαρτίες πρωινές πληρώνω. Τα έριξε κι αυτά στο τηγάνι και με προσεχτικές κινήσεις να ψηθεί καλά η ομελέτα.

Παράλληλα άνοιξε το μάτι του φούρνου στους 180οC στις αντιστάσεις, και καθώς η ομελέτα ψηνόταν το στομάχι μου έκανε πάρτι από τις μυρωδιές. Πήρε το καπάκι, αναποδογύρισε την ομελέτα σε ένα πιάτο και την έβαλε ξανά για ψήσιμο, να δέσει και το κάτω μέρος. Ζήτημα να περάσανε 5΄ λεπτά, την τοποθέτησε στο πιάτο. Έκοψε φέτες ψωμιού, έτριψε σκόρδο και έβαλε ελαιόλαδο σε λαμαρίνα για 10’ να ψηθούν κι αυτά. Επιτέλους, ελεύθερος να φτιάξω καφέ, να τον πιω σαν άνθρωπος.

«Μια σοκολάτα θα μου φτιάξεις;» Την στραβοκοίταξα, μα πώς να της αρνηθώ; Μια Μυρτώ την έχω! Έπειτα από λίγο έβγαλε τα ψωμάκια, ζεστά, ροδοψημένα. Καθίσαμε στο τραπέζι για το πρωινό.
«Δεν πιστεύω να βγάλεις βούκινο την συνταγή μου στα Χρονογραφήματα;» είπε. Την κοίταξα χωρίς να απαντήσω… «Κατάλαβα, θα την ανεβάσεις τελικά», είπε χαμογελώντας.

…συνεχίζεται…

Υλικά

  • 1 κρεμμύδι μικρό ψιλοκομμένο
  • 5 αυγά
  • Μισή κόκκινη πιπέρια
  • Μισή ντομάτα ψιλοκομμένη
  • Αλάτι, πιπέρι
  • 1 κουταλάκι του γλυκού μπούκοβο
  • Ελαιόλαδο μια κουταλιά του γλυκού
  • 1 ποτήρι του κρασιού γάλα
  • 100 γρ. κεφαλίσιο

Για τα φρυγανισμένα ψωμάκια

  • 4 φέτες ψωμί
  • 1 σκελίδα σκόρδο
  • ελάχιστο ελαιόλαδο.

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.