Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν μακρινό τόπο ζούσε η Φαντασία. Από μικρό παιδί το αγαπημένο της παιχνίδι ήταν να σκαρώνει ιστορίες με το μυαλό της. Για δράκους, νεράιδες, ξωτικά και κάθε λογής μυστήρια πλάσματα. Έλεγε πως τα έβλεπε συχνά από το παράθυρό της και πως άκουγε τις νεράιδες να τραγουδούν τις νύχτες. Όλα τα παιδιά μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού και περίμεναν κάθε απόγευμα να τους διηγηθεί μια ιστορία.
Όταν μεγάλωσε η Φαντασία, ήταν πια γνωστή για την τέχνη της. Πολλοί ήταν αυτοί που έκαναν ολόκληρο ταξίδι για να τη συναντήσουν. Ήθελαν να τους πει μια ιστορία για να τη διηγούνται στα παιδιά τους. Άλλοτε πριν κοιμηθούν και άλλοτε όταν μαζεύονται όλοι μαζί τα βράδια γύρω από το τζάκι. Να έχουν κι εκείνα την δική τους ιστορία από τη Φαντασία.
Πέρασαν χρόνια και η Φαντασία συνέχιζε να κάνει αυτό που αγαπούσε. Όμως τώρα πια δεν άκουγε τις νεράιδες να τραγουδούν, ούτε έβλεπε σκιές ξωτικών από το παράθυρό της. Οι ιστορίες έβγαιναν με ευκολία από το μυαλό της μα δεν υπήρχε πια αυτό το κάτι που μάγευε τις παιδικές ψυχές. Ηταν πολύ λυπημένη, ωστόσο συνέχιζε να προσπαθεί. Εξάλλου είχε γράψει τόσες ιστορίες μέχρι τώρα που πάντα θα είχε κάτι να πει.
Μια μέρα ήρθε στο χωριό ένας Μάγος. Μικροί και μεγάλοι μαζεύτηκαν στην πλατεία για να τον παρακολουθήσουν. Η Φαντασία ήταν κι αυτή εκει. Ο Μάγος ήταν νέος, με καστανά μακριά μαλλιά, όμορφα μάτια και ζεστό χαμόγελο. Φορούσε βελούδινο κοστούμι και ένα μαύρο ψηλό καπέλο. Πολύχρωμες μπάλες γλυστρούσαν από τα χέρια του. Χρυσές κορδέλες και στεφάνια με φωτιές χόρευαν πάνω από το κεφάλι του, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παιδιών. Μόλις τελείωσε το νούμερό του ο Μάγος κάθησε κοντά τους και άρχισε να διηγείται μια ιστορία. Η ιστορία του δεν ήταν τόσο καλή όσο εκείνες οι παλιές της Φαντασίας, είχε όμως κάτι άλλο. Είχε αγάπη, ζεστασιά και ενθουσιασμό.
Η Φαντασία εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν τα κόλπα και την ιστορία του Μάγου. Τη σπίθα στο βλέμμα του και τη ζεστή φωνή του. Λίγο πριν ξημερώσει κάθησε στο γραφείο της και ξεκίνησε να γράφει. Από το παράθυρο πέρασαν όλα τα πλάσματα του παιδικού μυαλού της και άλλα τόσα που γεννήθηκαν μόλις εκείνη τη νύχτα.
Την επόμενη μέρα θα έβρισκε το Μάγο και θα του χάριζε την ιστορία της. Ήθελε να τον ευχαριστήσει που έγινε η αιτία για να γράψει ξανά όπως παλιά.
Ο Μάγος και η Φαντασία έγραψαν μαζί αμέτρητες ιστορίες. Πολλές από αυτές έγιναν βιβλία. Άλλες πάλι, πέρασαν στις επόμενες γενιές από στόμα σε στόμα από την κόρη τους, την Έμπνευση.
Previous Post: Πάρε με αγκαλιά μου λες… κι όλα αρχίζουν
Έλλη μου, η γραφή σου, εμπεριέχει έντονο συναίσθημα…Πραγματικά άγγιξε την ψυχή μου. Θυμήθηκα τότε, πριν αρκετά χρόνια, που η μανούλα μου, μάζευε όλες μου τις φίλες και μας διηγόταν όμορφες ιστορίες, βγαλμένες από το μυαλό της…Σίγουρα την επισκέπτονταν Μάνα και Κόρη (Φαντασία κι Έμπνευση)…