Κάτω στα καταπράσινα λιβάδια της γης, τα γεμάτα παπαρούνες, βιολέτες, καμπανούλες και όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, κάτω από τον φωτεινό ασπρογάλαζο ουρανό χοροπηδούσε ανέμελη η όμορφη Ζωή. Κρυμμένος πίσω από τα λευκά σύννεφα ο Χρόνος την παρατηρούσε και ζήλευε την χάρη και την ομορφιά της. Κάθε μέρα ένιωθε τον πόθο του για αυτή να φουντώνει όλο και πιο πολύ. Δεν άντεξε και εκμυστηρεύτηκε τα φλογερά του συναισθήματα στον αδερφό του τον Χώρο.
Ο Χώρος τον συμβούλεψε να κλείσει τα αυτιά και τα μάτια στις εικόνες και τις φωνές της ψυχής του και να ξεχάσει την όμορφη Ζωή. Μα εκείνος δεν τον άκουσε. Η φλόγα μέσα του μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Μα ήταν γέρος και άσχημος. Πώς θα μπορούσε να σαγηνεύσει την νέα της καρδιάς του; Κατέβηκε λοιπόν στην γη και πήγε να βρει τις φίλες του, τις νεράιδες του δάσους. Εκείνες γνώριζαν τα μυστικά του κόσμου τούτου και είχαν την δύναμη να μεταμορφώσουν το όνειρό του με ένα τους άγγιγμα.
Έτσι, μεταμόρφωσαν τον Χρόνο σε ένα πανέμορφο παλικάρι που όμοιο του δεν είχαν δει, όλα τα πουλιά, τα δέντρα και οι άνθρωποι πάνω στην γη. Έγινε πιο όμορφος από τον Άδωνη, τον Νάρκισσο ακόμα και από τον θεό Απόλλωνα. Ανέβηκε στην πυρόχρυση άμαξά του που την οδηγούσαν δύο κατάλευκα άλογα και έτρεξε να βρει την Ζωή. Η καρδιά του, νόμιζε πως θα σπάσει από την προσμονή και την αγωνία του, ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Παρόλα αυτά με μια αποφασιστική κίνηση έκοψε ένα τριαντάφυλλο κόκκινο σαν την έξαψη του έρωτά του, το χρώμα το άλικο, το φλογερό. Φωτεινός έρωτας της καρδιάς, σκοτεινός έρωτας της ψυχής και το πάθος του για αυτήν βούτηξε στα άρηχα νερά της ηδονής.
Τα χέρια του έγιναν σαν φτερά, την αγκάλιασαν και ακούμπησε το ρόδο στο στήθος της. Η Ζωή σάστισε. Έκανε ένα βήμα πίσω, πήρε βαθιά ανάσα, τα μάτια της μαγεύτηκαν από το σαγηνευτικό του βλέμμα. Ήταν o πιο όμορφος νέος που είχε δει ποτέ στη ζωή της. Ήξερε πώς θα ήταν η σιωπή στη φωνή της, το σκοτάδι στη μέρα της. Ήξερε πως αυτός ο άντρας ήταν όλα όσα η καρδιά αρνιόταν να δεχτεί. Όλη τη νύχτα την περάσανε μαζί και η Ζωή ένιωσε ευτυχισμένη για πρώτη φορά. Σχεδόν ένιωθε την φλόγα που σιγόκαιγε μέσα της. Οι μέρες πέρασαν όμορφα, μα ο χρόνος έπρεπε να επιστρέψει στο βασίλειό του. Έπεσε γονατιστός στα πόδια της και την ικέτεψε να τον ακολουθήσει στο ουράνιο βασίλειό του.
«Σε θέλω όσο δεν έχω επιθυμήσει καμία άλλη, είσαι το νόημα της ύπαρξής μου, η μουσική της σιωπής μου, είσαι το ουράνιο τόξο που χρωματίζει τους αιθέρες μου. Έλα μαζί μου, να ζήσουμε μαζί στο παλάτι μου. Γίνε η βασίλισσα και ανάσα μου. Κι όλα όσα έχω θα είναι δικά σου. Μόνο έλα, φέρε τη γλύκα και την ομορφιά σου, να λιώσουν οι πάγοι που έχουν καλύψει το κάστρο μου, να ζωντανέψουν όλα κι εγώ θα είμαι σκλάβος σου». Η Ζωή έμεινε αποσβολωμένη, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει τα λόγια που άκουγε. Η φωνή της καρδιάς την παρακινεί να τρέξει ξωπίσω του, μα η φωνή της λογικής την κρατά στην γη. «Όσο κι αν το θέλω, όσο κι αν ριγούν τα πέταλα της ψυχής μου, από πόθο να σε ακολουθήσω, δεν γίνεται να αφήσω τα δέντρα να μαραθούν, της λίμνες και τα ποτάμια να ξεραθούν. Χωρίς εμένα όλα θα χαθούν».
Ο έρεβος τον κυρίευσε και τα εβένινα πέπλα της δυστυχίας, τον τύλιξαν. Άφησε στο ροδαλό της μάγουλο ένα τελευταίο φιλί και κίνησε να φύγει. Ρίγησε το κορμί του και η μορφή άρχισε να αλλάζει και πάλι. Γίνηκε ξανά ο ρυτιδιασμένος γέρος που ήταν και πριν. Σαν τον είδε η Ζωή ένοιωσε εξαπατημένη και προδομένη. Άλλον ερωτεύτηκε κι άλλον έβλεπε. Πώς μπόρεσε να την ξεγελάσει με αυτό τον τρόπο; Η καρδιά της μαράζωσε, και οι πνοές της γινόταν πιο αδύναμες μέρα με την ημέρα. Από την ένωση εκείνων των ημερών, γέννησε ένα ζωηρό ανυπόμονο κοριτσάκι που τα καμώματα της την ενέπνευσαν να το ονομάσει «Ταχύτητα».
Η καρδιά της δεν άντεξε όμως να συνεχίσει να χτυπά και δεν πρόλαβε να χαρεί το μεγάλωμα του παιδιού της. Τα βλέφαρα της σφαλίστηκαν για πάντα. Η Ταχύτητα μεγάλωσε με μοναδικό σκοπό να εκδικηθεί τον πατέρα της, τον Χρόνο για τον χαμό της μητέρας της. Ζήτησε βοήθεια από τους ανθρώπους μιας και ήταν οι μόνοι που τον μισούσαν τόσο πολύ και με προθυμία δέχτηκαν να την βοηθήσουν. Της έμαθαν πως να αυξάνει και να μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Η Υπομονή προσπάθησε να την συγκρατήσει. η Επιμονή όμως και η Βιασύνη τριβέλιζαν το μυαλό της συνεχώς και δεν την άφηναν σε ησυχία.
Έγιναν οι σύμμαχοι της στην καταστροφή του Χρόνου.
Η ταχύτητα κατάφερε να συρρικνώσει τον Χρόνο τόσο πολύ που σχεδόν τον εξαφάνισε. Και από τότε οι άνθρωποι τρέχουν να προλάβουν τον Χρόνο μα εκείνος είναι τόσο μικρός που συνέχεια καταφέρνει να ξεγλιστρά σα κόκκος άμμου ανάμεσα από τα δάκτυλα τους.
Το παρών άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εναλλακτική Δράση – Πηγή , αλλά από αρθρογράφο που ανήκει στο δυναμικό των Χρονογραφημάτων.
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.